πνευμονίτιδα

πνευμονίτιδα
η, Ν
ιατρ. φλεγμονή κυρίως τού διάμεσου πνευμονικού ιστού, όπως στις πνευμονοκονιάσεις, στις ακτινικές βλάβες τών πνευμόνων κ.ά. νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonitis (< πνεύμων, -ονος + επίθημα -ίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακτινοπνευμονίτιδα — η συλλογή οροϊνώδους εξιδρώματος και κυττάρων στον διάμεσο κυρίως ιστό τών πνευμόνων, που παρουσιάζεται δύο έως τρεις συνήθως εβδομάδες ύστερα από ακτινοθεραπεία με ακτίνες Χ ή γ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακτίνα + πνευμονίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”